πανέμνοστος

πανέμνοστος
-η, -ο
1. πάρα πολύ νόστιμος, νοστιμότατος
2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ ευχάριστος στην όψη, εξαιρετικά όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + έμνοστος «νόστιμος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”